τετράπολο

τετράπολο
Στην ηλεκτρονική, ένα σύνολο συνδεδεμένων ηλεκτρονικών και άλλων στοιχείων ηλεκτρικού κυκλώματος (ωμικές αντιστάσεις, επαγωγές, χωρητικότητες), που χαρακτηρίζονται από 4 ακροδέκτες (πόλους), δύο εισόδου και δύο εξόδου της ηλεκτρικής ενέργειας (διάγραμμα 1). Το τ. ονομάζεται παθητικό, όταν περιέχει μόνο στοιχεία κατανάλωσης της ηλεκτρικής ενέργειας, επαγωγές ή χωρητικότητες· ενεργητικό όταν περιέχει και πηγές ηλεκτρεγερτικής δύναμης· είναι συμμετρικό όταν η μεταφορά της ενέργειας από την είσοδο στην έξοδο δεν μεταβάλλεται όταν αντιστραφούν τα δύο ζεύγη ακροδεκτών, ασύμμετρο στην αντίθετη περίπτωση· καλείται γραμμικό όταν περιέχει μόνο στοιχεία κυκλώματος, η συμπεριφορά των οποίων δεν επηρεάζεται από το πλάτος, τη συχνότητα και τη φάση της τάσης που εφαρμόζεται στους ακροδέκτες εισόδου. Ο σημαντικότερος τύπος τ. είναι το γραμμικό παθητικό, κατά κανόνα συμμετρικό, που χρησιμοποιείται στις ηλεκτρικές γραμμές και συσκευές· εφαρμόζεται συχνά αλυσίδα τ. συνδεδεμένων μεταξύ τους σε σειρά (διάγραμμα 2) έτσι ώστε η τάση Ve και η ένταση του ρεύματος Ie στην είσοδο καθενός να συμπίπτουν αντίστοιχα με την τάση Vu και την ένταση του ρεύματος Iu της εξόδου του προηγουμένου. Κατά τη διέλευση μέσα από το τ. παρατηρείται μείωση της ενέργειας αυτής, επειδή το ίδιο το τ. απορροφά ένα μέρος της. Το ρεύμα εξόδου είναι επομένως μειωμένο σε σχέση με αυτό της εισόδου, κατά την ένταση του ρεύματος (I) όσο και κατά τη διαφορά δυναμικού (V). Εξάλλου, η διαφορά φάσης μεταξύ I και V στην έξοδο είναι διαφορετική από της εισόδου· παρατηρείται δηλαδή μια μεταβολή φάσης. Οι ηλεκτρικές γραμμές μεταφοράς ενέργειας δύο αγωγών, τα διπολικά καλώδια, οι διπολικές τηλεφωνικές γραμμές, αποτελούνται από μια σειρά άπειρων και ίσων στοιχειωδών τ., απειροελάχιστου μήκους. ακουστικό τ. Είναι το ακουστικό ανάλογο ενός ηλεκτρικού κυκλώματος με 4 ακροδέκτες, δύο εισόδου και δύο εξόδου. Η αναλογία αυτή, μεταξύ ακουστικού και ηλεκτρικού τ., δικαιολογείται με τη γενικότερη αναλογία που υπάρχει μεταξύ της δυναμικής των ρευστών και των ιδιοτήτων του ηλεκτρικού ρεύματος. Κατά την άποψη αυτή, η διαφορά ηχητικής πίεσης Δp αντιστοιχεί στη διαφορά δυναμικού ή στην ηλεκτρεγερτική δύναμη· η ογκοταχύτητα U (γινόμενο της ταχύτητας του ηχητικού κύματος επί το εμβαδόν της εγκάρσιας διατομής κατά την οποία μεταδίδεται η ηχητική ενέργεια) αντιστοιχεί στην ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος. Η ακουστική αντίσταση (π.χ. μια εσχάρα με λεπτότατο πλέγμα) δίνεται, σύμφωνα με την αναλογία αυτή, από μια σχέση ανάλογη με το νόμο του Oμ: Ra = Δp/U. Η αναλογία των τ. εφαρμόζεται συχνά στην ηλεκτροακουστική (μικρόφωνα, μεγάφωνα και άλλα μέσα μετάδοσης) και στη φυσιολογία· π.χ. ανακαλύφθηκε η σειρά των τ. που ισοδυναμούν με τη βασική μεμβράνη, κύριο όργανο του εσωτερικού αφτιού, όπου μεταδίδονται τα διαδοχικά παλλόμενα κύματα που προέρχονται από το εξωτερικό αφτί και αποτελούν τον ηχητικό ερεθισμό. Στο διάγραμμα 1, σχηματική παράσταση παθητικού τετράπολου: στο εσωτερικό του ορθογώνιου υπάρχει ένα σύνολο, οσοδήποτε πολύπλοκο, στοιχείων ηλεκτρικό κυκλώματος. V είναι η τάση και I η ένταση του ρεύματος· τα «e» και «u» υποδηλώνουν τις τιμές εισόδου και εξόδου των μεγεθών στα οποία αναφέρονται. Στο διάγραμμα 2 φαίνεται μια αλυσίδα τετράπολων στη σειρά: η τάση εξόδου καθενός ταυτίζεται με την τάση εισόδου του προηγούμενου.
* * *
το, Ν
(ηλεκτρολ.) α) σύστημα που περιλαμβάνει αγωγούς, διηλεκτρικά υλικά και πηγές ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο δεν μπορεί να ανταλλάξει ηλεκτρική ισχύ με το περιβάλλον παρά μόνο διά μέσου δύο ακροδεκτών εισόδου και δύο ακροδεκτών εξόδου
β) φρ. «παθητικό τετράπολο» — τετράπολο που δεν έχει πηγές ηλεκτρικής ενέργειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + πόλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενεργητικός — ή, ό (AM ἐνεργητικός, ή, όν) 1. γραμμ. αυτός που δηλώνει ενέργεια τού υποκειμένου («ενεργητικά ρήματα», «ενεργητική φωνή, διάθεση») 2. αυτός που έχει την ικανότητα να ενεργεί αποτελεσματικά, δραστήριος νεοελλ. 1. (για φάρμακα, αφεψήματα κ.λπ.)… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετραπολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τετράπολο 2. φρ. α) «τετραπολικός συντονισμός» φυσ. κβαντικό φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο ορισμένοι ατομικοί πυρήνες, καθώς συμπεριφέρονται ως ηλεκτρικά τετράπολα, είναι δυνατόν να απορροφήσουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”